Ἰάκωβος

Ἰάκωβος
Ἰάκωβος, ου, ὁ (Grecized form of the preceding, W-S. §10, 3; EpArist 48; 49. Oft. in Joseph., even for the patriarch [s. Ἰακώβ]. In the spelling Ἰάκουβος: POxy 276, 5 [77 A.D.]; BGU 715 II, 11; 1 Esdr 9:48) James (for the history of this name s. OED s.v. James).
son of the Galilean fisherman Zebedee, brother of John, member of the Twelve, executed by Herod Agrippa I not later than 44 A.D.: Mt 4:21; 10:2; 17:1; Mk 1:19, 29; 3:17; 5:37; 9:2; 10:35, 41; 13:3; 14:33; Lk 5:10; 6:14; 8:51; 9:28, 54; Ac 1:13a; 12:2; GEb 34, 60; Papias (2:4).—ESchwartz, Über d. Tod der Söhne Zeb. 1904; JBlinzler and ABöhling, NovT 5, ’62, 191–213.
son of Alphaeus (s. Ἁλφαῖος) also belonged to the Twelve Mt 10:3; Mk 2:14 v.l. (s. 6 below); 3:18; Lk 6:15; Ac 1:13b. This James is perh. identical with
son of Mary Mt 27:56; Mk 16:1; Lk 24:10 (s. B-D-F §162, 3), who is called Mk 15:40 Ἰ. ὁ μικρός, James the small or the younger (μικρός 1ab.—TZahn, Forschungen VI 1900, 345f; 348ff).
the Lord’s brother (Jos., Ant. 20, 200), later head of the Christian community at Jerusalem, confused w. 2 at an early date; Mt 13:55; Mk 6:3; 1 Cor 15:7; Gal 1:19; 2:9, 12; Ac 12:17; 15:13; 21:18; GHb 361, 7 (Lat.); probably Papias 2:4. This J. is certainly meant Js 1:1 (MMeinertz, D. Jk u. sein Verf. 1905; AMeyer, D. Rätsel des Jk 1930); Jd 1; and perh. GJs 25:1 in title and subscr.—GKittel, D. Stellg. des Jak. zu Judentum u. Heidenchristentum: ZNW 30, ’31, 145–57, D. geschichtl. Ort des Jk: ibid. 41, ’42, 71–105; KAland, D. Herrenbr. Jak. u. Jk: Neut. Entwürfe ’79, 233–45; GKittel, D. Jak. u. die Apost. Väter: ZNW 43, ’50/51, 54–112; WPrentice, in Studies in Roman Economic and Social Hist. in honor of AJohnson ’51, 144–51; PGaechter, Petrus u. seine Zeit ’58, 258–310; DLittle, The Death of James: The Brother of Jesus, diss. Rice Univ. ’71; WPratscher, Der Herrenbruder Jakobus u. die Jakobustradition ’87.
father of an apostle named Judas, mentioned only by Luke: Lk 6:16a; Ac 1:13c.
Mk 2:14 v.l. (s. 2 above) the tax-collector is called James (instead of Levi; s. FBurkitt, JTS 28, 1927, 273f).—HHoltzmann, Jak. der Gerechte u. seine Namensbrüder: ZWT 23, 1880, 198–221; FMaier, Z. Apostolizität des Jak. u. Jud.: BZ 4, 1906, 164–91; 255–66; HKoch, Z. Jakobusfrage Gal 1:19: ZNW 33, ’34, 204–9.—EDNT. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἰάκωβος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος Στιούαρτ — (Λονδίνο 1688 – Ρώμη 1766). Πρίγκιπας της Σκοτίας, μνηστήρας του θρόνου της Αγγλίας. Ήταν γιος του Ιάκωβου Β’ της Αγγλίας και της Μαρίας της Μοντένα. Όταν ο πατέρας του ανατράπηκε από τον Γουλιέλμο της Οράγγης, φυγαδεύτηκε μαζί με τη μητέρα του… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιάκωβος Αργείος — Βλ. λ. Μάνος …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος Βαραδαίος — (; – 578 μ.Χ.). Σύρος μοναχός και επίσκοπος Εδέσσης. Ήταν μαθητής του μονοφυσίτη πατριάρχη Αντιοχείας, Σεβήρου. Μετά την απομάκρυνση του Σεβήρου από τον θρόνο (518), οι εκκλησιαστικές κοινότητες των μονοφυσιτών κινδύνευαν να διαλυθούν, γιατί δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος ντ’ Αβέν — (Jacques d’ Avesnes, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Φλαμανδός ευγενής και ιππότης, άρχοντας της Εύβοιας. Έλαβε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία, με την οποία καταλύθηκε το βυζαντινό κράτος από τους Λατίνους, και στις μάχες του Βονιφάτιου του Μομφερατικού… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος ντε Μπο — (Jacques des Baux, 1353; – 1383). Κληρονόμος του τίτλου του Λατίνου αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν γιος του Φραγκίσκου Α’ ντε Μπο και της Μαργαρίτας του Τάραντα, αυτοκράτειρας Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν ανιψιός του Φίλιππου Γ’ της Ανδηγαυίας …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος ο Βατοπεδινός — (Δημόπουλος, 19ος αι.). Μοναχός και λόγιος από τη Λοκρίδα. Μετά τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χρημάτισε γραμματέας, επί 15 χρόνια, της μονής Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος και αρχιγραμματέας της ιερής κοινότητας του Αγίου Όρους. Μετά …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος ο Εδέσσης — (Συρία 640 – 708). Επίσκοπος και εκκλησιαστικός συγγραφέας. Ακολούθησε το ιερατικό στάδιο και, αρχικά, έγινε μοναχός στη μονή Κενεσρέ. Αργότερα, ως επίσκοπος Εδέσσης, προσπάθησε να επιβάλει στις μονές της περιφέρειάς του νέους μοναχικούς… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος ο Πέρσης — (5ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Περσία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ισδιγέρδου Α’ (399 420). Αν και ήταν χριστιανός, δελεάστηκε από προσφορές του Πέρση βασιλιά και απαρνήθηκε την πίστη του. Όταν μετανόησε,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”